εξουσία


εξουσία
Προφορά

Ετυμολογία
εξουσία αρχαία ελληνική ἐξουσία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξουσία

✦ δικαίωμα ή άδεια που έχει κανείς να ενεργεί κατά ορισμένο τρόπο ή να διαθέτει κάτι κατά τη θέλησή του
✦ (ειδ.) η κρατική αρχή και οι επιμέρους λειτουργίες της: νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική εξουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.