εξουδένωση
Προφορά
Ετυμολογία
εξουδένωση μεταγενέστερη ελληνική ἐξουδένωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξουδένωση
✦ εκμηδένιση (βλ. λ.) : κι εγώ αναπάντεχα ρουφήχτηκα μες στην εξουδένωση σαν σε μεγάλο βάλτο (Ν. Καρούζος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–