εξορμώ
Προφορά
Ετυμολογία
εξορμώ αρχαία ελληνική ἐξορμάω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξορμώ -άς, -ά
✦ βγαίνω με ορμή
✦ αναλαμβάνω πρωτοβουλία, αρχίζω δράση για την επίτευξη σκοπού: οι δημότες εξορμούν για τον καθαρισμό των ακτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–