εξορκίζω
Προφορά
Ετυμολογία
εξορκίζω μεταγενέστερη ελληνική ἐξορκίζω
Ερμηνεία
εξορκίζω
✦ κ. ξορκίζω ρ. (εξόρκ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) ικετεύω στο όνομα ιερού πράγματος ή προσώπου: σ’ εξορκίζω, στη μνήμη των γονιών μας, μην το κάνεις
✦ διώχνω τα κακά πνεύματα με ιεροπραξίες ή μαγικά μέσα: εξορκίζω το σατανά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–