εξορίζω
Προφορά
Ετυμολογία
εξορίζω αρχαία ελληνική ἐξορίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξορίζω
✦ διώχνω έξω από τα όρια της πατρίδας
✦ εκτοπίζω κάποιον, συνήθως σε απομακρυσμένο ή δυσπρόσιτο σημείο, μέσα στα όρια του κράτους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–