εξοπλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
εξοπλίζω αρχαία ελληνική ἐξοπλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξοπλίζω
✦ εφοδιάζω με όπλα και πολεμικό υλικό, αρματώνω
✦ (μτφ. ) εφοδιάζω με τα απαραίτητα σκεύη, όργανα, μηχανήματα: το εργαστήριο είναι τέλεια εξοπλισμένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αφοπλίζω
Επιρρήματα
–