εξονυχιστικός


εξονυχιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εξονυχιστικός εξονυχίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εξονυχιστικός -ή, -ό

✦ που γίνεται με σχολαστική λεπτολογία: εξονυχιστική έρευνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εξονυχιστικά (Κ εξονυχιστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.