εξηγητής
Προφορά
Ετυμολογία
εξηγητής αρχαία ελληνική ἐξηγητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εξηγητής
✦ αυτός που εξηγεί, ερμηνευτής
✦ ξεναγός: ο εξηγητής μάς είπε, με κάθε λεπτομέρεια, τα καθέκαστα: τόσα τετραγωνικά μέτρα ψηφιδωτό, τόσες χιλιάδες αποχρώσεις, τόσα χρόνια κράτησε η δουλειά (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–