εξηγημένος


εξηγημένος
Προφορά

Ετυμολογία
εξηγημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος εξηγώ

Ερμηνεία
εξηγημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξηγήσει τις προθέσεις, θέσεις, απόψεις του κτλ. ώστε να αποφεύγονται παρεξηγήσεις, ευθύς, ειλικρινής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.