εξευτελιστικός


εξευτελιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εξευτελιστικός εξευτελίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εξευτελιστικός -ή, -ό

✦ που εξευτελίζει, αφαιρεί την υπόληψη, ατιμωτικός: εξευτελιστική διαγωγή
✦ τιποτένιος, μηδαμινός: εξευτελιστικές τιμές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εξευτελιστικά (Κ εξευτελιστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.