εξευρητικός


εξευρητικός
Προφορά

Ετυμολογία
εξευρητικός μεταγενέστερη ελληνική ἐξευρετικός – ἐξευρητικός

Ερμηνεία
εξευρητικός

✦ κ. εξευρητικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) εφευρετικός, επινοητικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.