εξαϋλώνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
εξαϋλώνομαι εξ + άυλος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξαϋλώνομαι
✦ χάνω την υλική μου υπόσταση: η μορφή του έδινε μιαν εντύπωση σαν να ήταν άχρωμη και διάφανη σαν να κόντευε να εξαϋλωθεί (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) εξιδανικεύομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–