εξαφανίζω
Προφορά
Ετυμολογία
εξαφανίζω μεταγενέστερη ελληνική ἐξαφανίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξαφανίζω
✦ κάνω κάτι να γίνει άφαντο: εξαφάνισαν κάθε ίχνος
✦ (μτφ. ) εξολοθρεύω, αφανίζω τελείως: η ρύπανση του περιβάλλοντος απειλεί να εξαφανίσει τη ζωή
✦ (μέσ.) εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, χάνομαι: εξαφανίσου! να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εμφανίζομαι
Επιρρήματα
–