εξαργυρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
εξαργυρώνω αρχαία ελληνική ἐξαργυρόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξαργυρώνω
✦ μετατρέπω σε χρήμα
✦ πληρώνω ή πληρώνομαι σε χρήμα την αξία γραμματίου, συναλλαγματικής, επιταγής κλπ.
✦ (μτφ. ) αξιοποιώ υλικά: θέλησε να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–