εξαπλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
εξαπλώνω μεταγενέστερη ελληνική ἐξαπλόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξαπλώνω
✦ απλώνω κάτι σε όλη του την έκταση, εκτείνω, ανοίγω
✦ (μέσ.) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, διαδίδομαι: μετά τη γαλλική επανάσταση εξαπλώθηκαν παντού οι δημοκρατικές ιδέες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–