εξαναγκασμός


εξαναγκασμός
Προφορά

Ετυμολογία
εξαναγκασμός εξαναγκάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εξαναγκασμός

✦ επιβολή με τη βία ή με πιέσεις: εξαναγκασμός σε υποχώρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.