εξανάσταση
Προφορά
Ετυμολογία
εξανάσταση αρχαία ελληνική ἐξανάστασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξανάσταση
✦ η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του
✦ (μτφ. ) έντονη διαμαρτυρία, αγανάκτηση: η λαϊκή άρνηση αποτελεί βίαιη ή σιωπηρή εξανάσταση και διαμαρτυρία (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–