εξαμηνιαίος


εξαμηνιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
εξαμηνιαίος αρχαία ελληνική ἑξαμηνιαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εξαμηνιαίος -α, -ο

✦ που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών
✦ που γίνεται κάθε έξι μήνες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εξαμηνιαία (Κ εξαμηνιαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.