εξακολουθώ
Προφορά
Ετυμολογία
εξακολουθώ μεταγενέστερη ελληνική ἐξακολουθέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξακολουθώ -είς, -εί
✦ συνεχίζω χωρίς διακοπή: εξακολουθεί να απουσιάζει
✦ εμμένω: εξακολουθώ να πιστεύω ότι
✦ συνεχίζομαι: εξακολουθούν οι αψιμαχίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–