εξαίρω


εξαίρω
Προφορά

Ετυμολογία
εξαίρω αρχαία ελληνική ἐξαίρω

Ερμηνεία
ρήμα εξαίρω

✦ ανυψώνω
(μτφ. ) εξυψώνω
✦ εγκωμιάζω, τονίζω ιδιαίτερα
✦ (μέσ.) εξαίρομαι, υψώνομαι σε ανώτερο, ηθικό, πνευματικό κτλ. επίπεδο: η θέση της γυναίκας στη δυτική κοινωνία όλο και ανεβαίνει, απελευθερώνεται, εξαίρεται μάλιστα (Χατζηκυριάκος – Γκίκας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.