εξαίρετος


εξαίρετος
Προφορά

Ετυμολογία
εξαίρετος αρχαία ελληνική ἐξαίρετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εξαίρετος -η, -ο

✦ εκλεκτός, ξεχωριστός: εξαίρετος άνθρωπος – εξαίρετη κοπέλα

Συνώνυμα

Αντίθετα
κοινός, συνηθισμένος
Επιρρήματα
εξαίρετα (Κ εξαιρέτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.