εξαίρεση


εξαίρεση
Προφορά

Ετυμολογία
εξαίρεση αρχαία ελληνική ἐξαίρεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξαίρεση

✦ εξαγωγή, απόσπαση
✦ διάκριση, ξεχώρισμα
✦ απομάκρυνση, παρέκκλιση από το κανονικό, από το συνηθισμένο
✦ απαλλαγή από υποχρέωση εξαιτίας ειδικών συνθηκών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.