εξάπλωση


εξάπλωση
Προφορά

Ετυμολογία
εξάπλωση μεταγενέστερη ελληνική ἐξάπλωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξάπλωση

✦ έκταση, ανάπτυξη
✦ επέκταση, διάδοση: εξάπλωση της πυρκαγιάς – της νόσου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.