εξάμβλωμα


εξάμβλωμα
Προφορά

Ετυμολογία
εξάμβλωμα μεταγενέστερη ελληνική ἐξάμβλωμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το εξάμβλωμα

✦ το έμβρυο που αποβλήθηκε με την εξάμβλωση, έκτρωμα
(μτφ. ) τερατώδες γέννημα, κακότεχνο κατασκεύασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.