ενώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ενώνω αρχαία ελληνική ἑνόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ενώνω
✦ συνδέω σε ένα
✦ συγχωνεύω
✦ συναρμόζω
✦ συνάπτω
✦ συνδέω με αμοιβαία αισθήματα: τίποτε δε μας ενώνει καλύτερα από μια κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
χωρίζω
Επιρρήματα
–