ενύπαρξη


ενύπαρξη
Προφορά

Ετυμολογία
ενύπαρξη μεταγενέστερη ελληνική ἐνύπαρξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ενύπαρξη

✦ η ύπαρξη κάποιου μέσα σε τόπο ή σώμα
✦ το να είναι κάτι έμφυτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.