ενόψει


ενόψει
Προφορά

Ετυμολογία
ενόψει εν + δοτ. του └ουσ┘ όψις, -εως

Ερμηνεία
επίρρημα ενόψει

✦ (Κ εν όψει) σε θέση από την οποία βλέπει κανείς κάτι: ενόψει του εχθρού – ενόψει του φρουρίου
✦ εν αναμονή, περιμένοντας: ενόψει του υπουργικού συμβουλίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.