ενόσω


ενόσω
Προφορά

Ετυμολογία
ενόσω αρχαία ελληνική └φρ┘ἐν ἄσῳ (χρόνῳ)

Ερμηνεία
ενόσω

✦ σύνδ. (Κ εν όσω) όσο διάστημα, εφόσον: ενόσω κουβεντιάζαμε, αυτός κοίταγε αλλού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.