ενόραση


ενόραση
Προφορά

Ετυμολογία
ενόραση μεταγενέστερη ελληνική ἐνόρασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ενόραση

✦ η όραση σε βάθος
✦ (φιλοσοφ.) διαίσθηση, άμεση γνώση με το υποσυνείδητο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.