ενωτικός


ενωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ενωτικός μεταγενέστερη ελληνική ἑνωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενωτικός -ή, -ό

✦ που ενώνει ή αποβλέπει στην ένωση
✦ αρσ. ο ενωτικός ως ουσ., ο οπαδός της ενώσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα
χωριστικός ,ανθενωτικός, χωριστικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.