εντρόπιο


εντρόπιο
Προφορά

Ετυμολογία
εντρόπιο αρχαία ελληνική ἐντρέπω (στρέφω κάτι προς τα μέσα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το εντρόπιο

(ιατρ.) στροφή του χείλους του βλεφάρου προς τα μέσα· πρβλ. εκτρόπιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.