εντροπία
Προφορά
Ετυμολογία
εντροπία └γερμ┘ Entropie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εντροπία
✦
✦ (θερμοδ.) μαθηματική συνάρτηση που περιγράφει τα χαρακτηριστικά της καταστάσεως ενός συστήματος
✦ (φυσ.) συνάρτηση που χαρακτηρίζει την κατάσταση αταξίας ενός συστήματος
✦ (κυβερνητ.) μέτρο της απουσίας πληροφόρησης σε μια πληροφοριακή διαδικασία
✦ (συνεκδ.) αβεβαιότητα που έχει σχέση με τη φύση πληροφοριακού συστήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–