εντριβής
Προφορά
Ετυμολογία
εντριβής αρχαία ελληνική ἐντριβής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εντριβής -ής, -ές
✦ (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν πάνω στη λυδία λίθο (βλ. λ. λύδιος) για να ελέγξουν τη γνησιότητα του χρυσού) αυτός που έχει τριβή, πείρα σε κάτι, πεπειραμένος, ειδικός σε κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–