εντούρο


εντούρο
Προφορά

Ετυμολογία
εντούρο └αγγλ┘enduro

Ερμηνεία
εντούρο

✦ άκλ. τύπος μοτοσικλέτας που έχει σχεδιαστεί ώστε να αντέχει και στις πιο δύσκολες συνθήκες οδήγησης (χωματόδρομοι κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.