εντεροκινάση


εντεροκινάση
Προφορά

Ετυμολογία
εντεροκινάση └γαλλ┘ entérokinase

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εντεροκινάση

✦ ένζυμο που περιέχεται στο υγρό του δωδεκαδακτύλου, και ασκεί σημαντική επίδραση στην πέψη των πρωτεϊνών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.