εντελέχεια
Προφορά
Ετυμολογία
εντελέχεια αρχαία ελληνική ἐντελέχεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εντελέχεια
✦ η ενυπάρχουσα σε κάθε ον τάση προς την τελειότητα, η ζωτική αρχή που διέπει και διαμορφώνει τα οργανικά όντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–