ενταφιαστής


ενταφιαστής
Προφορά

Ετυμολογία
ενταφιαστής μεταγενέστερη ελληνική ἐνταφιαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ενταφιαστής

✦ που έχει ως έργο τον ενταφιασμό, νεκροθάφτης
(μτφ. ) που προκάλεσε οριστική απώλεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.