εντέλεια


εντέλεια
Προφορά

Ετυμολογία
εντέλεια μεταγενέστερη ελληνική ἐντέλεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εντέλεια

✦ τελειότητα, πληρότητα
✦ φρ. στην εντέλεια, τέλεια, πολύ καλά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.