ενσπείρω


ενσπείρω
Προφορά

Ετυμολογία
ενσπείρω αρχαία ελληνική ἐνσπείρω

Ερμηνεία
ρήμα ενσπείρω

✦ σπέρνω ανάμεσα
✦ (κ. μτφ.): ήρθε να ενσπείρει ζιζάνια – ενέσπειρε τον πανικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.