ενσκήπτω


ενσκήπτω
Προφορά

Ετυμολογία
ενσκήπτω αρχαία ελληνική ἐνσκήπτω

Ερμηνεία
ρήμα ενσκήπτω

✦ παρουσιάζομαι ξαφνικά (ιδ. με την έννοια του κακού): ενέσκηψε επιδημία γρίπης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.