ενσαρκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ενσαρκώνω μεταγενέστερη ελληνική επίθετο ἔνσαρκος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ενσαρκώνω
✦ δίνω υλική υπόσταση: ενσάρκωσε το ρόλο της Οφηλίας
✦ ενανθρωπούμαι
✦ (μτφ. ) είμαι η υλική εμφάνιση ιδέας, ιδιότητας κτλ.: ενσαρκώνει τα ιδανικά της φυλής
✦ (μέσ.) ενσαρκώνομαι, αποκτώ υλική υπόσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–