ενσάρκωση


ενσάρκωση
Προφορά

Ετυμολογία
ενσάρκωση ενσαρκώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ενσάρκωση

✦ η απόκτηση υλικής υπόστασης: οι λογοτέχνες αποτελούν την ενσάρκωση της γλωσσικής συνείδησης ενός έθνους (Νάσος Βαγενάς)
✦ ενανθρώπιση
(μτφ. ) προσωποποίηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.