ενοφθαλμίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ενοφθαλμίζω μεταγενέστερη ελληνική ἐνοφθαλμίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ενοφθαλμίζω
✦ μπολιάζω
✦ (μτφ. ) αποδέχομαι, υιοθετώ τις πρακτικές και τις αντιλήψεις άλλου: το συνωμοτικό πρότυπο της μαφίας εύκολα ενοφθαλμίστηκε στις οργανωτικές πρακτικές και των τρομοκρατικών ομάδων (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–