ενορχήστρωση
Προφορά
Ετυμολογία
ενορχήστρωση ενορχηστρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ενορχήστρωση
✦ η κατανομή των μερών μουσικής σύνθεσης στα όργανα της ορχήστρας
✦ η τέχνη που διδάσκει τους σχετικούς κανόνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–