εννέα


εννέα
Προφορά

Ετυμολογία
εννέα αρχαία ελληνική ἐννέα

Ερμηνεία
εννέα

✦ κ. εννιά άκλ. απόλ. αριθμ. αριθμός, ποσότητα από οκτώ και μία μονάδες (9)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.