ενισχυτικός


ενισχυτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ενισχυτικός ενισχυτής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενισχυτικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος για ενίσχυση

Συνώνυμα

Αντίθετα
αποδυναμωτικός
Επιρρήματα
ενισχυτικά (Κ ενισχυτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.