ενθυμούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
ενθυμούμαι αρχαία ελληνική ἐνθυμέομαι-οῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ενθυμούμαι -είσαι, -είται
✦ διατηρώ στη μνήμη, αναλογίζομαι, θυμούμαι: σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λησμονώ
Επιρρήματα
–