ενθυμητικός


ενθυμητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ενθυμητικός ενθυμούμαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενθυμητικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να προκαλεί ενθύμηση ή να ενθυμείται
✦ ουδ. το ενθυμητικόν ως ουσ., η μνήμη, το μνημονικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.