ενθυλακώνω


ενθυλακώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ενθυλακώνω εν + θύλακος

Ερμηνεία
ρήμα ενθυλακώνω

✦ σφετερίζομαι ιδ. χρήματα, τσεπώνω: ενεθυλάκωσε σεβαστό ποσό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.