ενθουσιάζω


ενθουσιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
ενθουσιάζω αρχαία ελληνική ἐνθουσιάζω

Ερμηνεία
ρήμα ενθουσιάζω

✦ εμπνέω έντονο αίσθημα χαράς, θαυμασμού: ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη
✦ ενθουσιάζομαι, κυριεύομαι από ψυχική έξαρση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.